- νεωτερως
- νεωτέρωςcompar. к νέως См. νεως
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νεωτέρως — νέος young masc acc comp pl (doric ionic) νέος young masc acc comp pl (attic doric) νεώτερος younger adverbial νεώτερος younger masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεώτερος — η, ο (Α νεώτερος, έρα, ον) [νέος] 1. (για πρόσ.) 1. ο μικρότερος σε ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο με τον οποίο συγκρίνεται («πρεσβύτερος μὲν Άρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῡρος», Ξεν.) 2. (για γεγονότα) αυτός που είναι σε μεγαλύτερο βαθμό πρόσφατος… … Dictionary of Greek